- κοσκυλμάτιον
- κοσκυλμάτιον, τὸ (Α)στον πληθ. τὰ κοσκυλμάτιααποκόμματα δέρματοςβ) (κωμικά) οι κολακείες τού βυρσοδέψη Κλέωνος προς τον Δήμο («ἐθώπευ', ἐκολάκευ', ἐξηπάτα κοσκυλματίοις ἄκροισι, τοιαυτὶ λέγων» — χάιδευε, κολάκευε, εξαπατούσε με πολύ μικρά ρετάλια από δέρμα, λέγοντας αυτά, Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τής Αρχαίας καθομιλουμένης που είναι αναδιπλασιασμένος τ. [(σ)κο-σκυλ-μάτ-ια] και εμφανίζει θ. σκυλ- (πρβλ. σκύλλω «σχίζω») το οποίο ανάγεται στη συνεσταμμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας* (s)kel- «κόβω». Η λ. πιθ. συνδέεται με τη λατ. quisquiliae «σκύβαλα, σκουπίδια»].
Dictionary of Greek. 2013.